Γιώργος Κουκουμάς – 16/11/2024
Ο τίτλος του ετήσιου συνεδρίου «Η Αριστερά και το Κυπριακό» αποτυπώνει τη θέση ότι η υπόθεση της λύσης του Κυπριακού -δηλαδή ο αγώνας για απελευθέρωση και επανένωση της Κύπρου- ήταν, είναι και πρέπει να είναι η πρώτη στρατηγική προτεραιότητα της κυπριακής Αριστεράς. Πρώτα και κύρια γιατί αυτό είναι το πιο επιτακτικό αντιιμπεριαλιστικό καθήκον της Αριστεράς του τόπου μας: να μην κατισχύσει δηλαδή με την οριστική διχοτόμηση της Κύπρου το ιμπεριαλιστικό έγκλημα που συντελέστηκε σε βάρος του λαού μας. Δεύτερο, αποτελεί όρο και προϋπόθεση για να τεθεί ο στόχος του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στη χώρα μας, εφόσον συμφωνούμε ότι τα μεγάλα οράματα της Αριστεράς νοούνται μόνο σε μια ενωμένη Κύπρο και για ένα ενωμένο λαό. Και τρίτο, η επανένωση και η αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου θα σημάνει μια εποχή ασφάλειας για τους ίδιους τους Κύπριους αλλά θα αποτελεί και μια μεγάλη συμβολή στην υπόθεση της ειρήνης σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.
Επικεντρώνομαι στο τελευταίο γιατί οι δραματικές εξελίξεις στον κόσμο και στην πολύπαθη Μέση Ανατολή επαναφέρουν -δίπλα στο ερώτημα για το ίδιο το νησί μας: επανένωση ή διχοτόμηση- και το διαχρονικό δίλημμα για το μέλλον και τον ρόλο του νησιού μας στην περιοχή: Γέφυρα ειρήνης ή ορμητήριο πολέμου; Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω ποιο σενάριο κερδίζει μέχρι στιγμής. Στο φόντο των πολέμων στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, όλοι βλέπουμε ότι το νησί μας φορτώνεται ολοένα και περισσότερους ξένους στρατούς. Στον τουρκικό κατοχικό στρατό και τις βρετανικές βάσεις που ενισχύονται διαρκώς προστίθενται πλέον αμερικανικά αεροπλανοφόρα και αεροσκάφη, ισραηλινοί στρατιώτες και πράκτορες, ΝΑΤΟϊκοί στρατοί που αλωνίζουν στα λιμάνια και τα αεροδρόμια της χώρας, όλα βαθιά μπλεγμένα στους σχεδιασμούς της Δύσης απέναντι στον άξονα Ρωσίας-Κίνας αλλά και στις πολεμικές θηριωδίες του Ισραήλ στη Γάζα και σε όλη την περιοχή. Και όλα αυτά μέσα στο σκηνικό της πρωτόγνωρης στρατιωτικοποίησης ολόκληρου του πλανήτη ενώ ξαναμπαίνουν στην παγκόσμια ατζέντα τα πυρηνικά οπλοστάσια.
Η άνοδος του Συναγερμού στην εξουσία το 2013 σηματοδότησε έναν ολικό αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου υπέρ της Δύσης, των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και του Ισραήλ την ώρα που πηγαινοέρχεται έκτοτε το σενάριο ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Το νέο δόγμα συμπυκνώθηκε στη ρητή διατύπωση ότι η Κύπρος αναγορεύεται σε «προκεχωρημένο φυλάκιο της ΕΕ και της Δύσης στην ανατολική Μεσόγειο στην οποία προστέθηκε και ότι η Κύπρος είναι πλέον «η ασπίδα του Ισραήλ». Αυτή η πολιτική υπηρετήθηκε και υλοποιήθηκε πολυεπίπεδα από την κυβέρνηση Αναστασιάδη και τώρα την κυβέρνηση Χριστοδουλίδη, ενώ σε αυτή την στρατηγική έχουν στρατευτεί επίσης και τα κόμματα του κέντρου αλλά και το ακροδεξιό ΕΛΑΜ. Πιο συγκεκριμένα:
- Με την στοίχιση της Κύπρου στην επιθετικότητα ενάντια στη Ρωσική Ομοσπονδία, με πυξίδα τον διαβόητο νόμο Μενέντεζ-Ρούμπιο και πλέον τον βαθύτερο προσεταιρισμό με τις ΗΠΑ μέσα από τον πρόσφατο Στρατηγικό Διάλογο με τις ΗΠΑ.
- Με τη στρατιωτική συνεργασία της Κύπρου με ΗΠΑ και Ισραήλ μέσα από τη διενέργεια ασκήσεων κι εκπαιδεύσεων με την Εθνική Φρουρά, συμφωνίες για στρατιωτική συνεργασία και συνεργασία για τη δημόσια ασφάλεια με το Ισραήλ, τη δημιουργία κατασκοπευτικών δομών όπως το αμερικανικό CYCLOPS στη Λάρνακα, την ένταξη της Κύπρου στο στρατιωτικοπολιτικό πρόγραμμα της ΕE PESCO ενώ εδώ εντάσσεται και η πρόσφατη απόφαση για αναβάθμιση της ναυτικής βάσης στο Μαρί ώστε να εξυπηρετεί «φιλικά» κράτη. Οι κίνδυνοι από το περιεχόμενο και τα μηνύματα αυτής της στρατιωτικοποίησης γίνονται αντιληπτοί αν θυμηθούμε για παράδειγμα ότι πριν μερικά χρόνια εκατοντάδες Ισραηλινοί κομάντο εκπαιδεύτηκαν στο Τρόοδος, γιατί -όπως μετέδιδε το κρατικό κανάλι- η μορφολογία του εδάφους μοιάζει με εκείνη του Λιβάνου και της Συρίας ενώ άλλες ασκήσεις του ισραηλινού στρατού πραγματοποιήθηκαν μέσα κατοικημένες περιοχές σε πόλεις του νησιού. Με άλλα λόγια, δόθηκε το κυπριακό έδαφος για να κάνει η ισραηλινή πολεμική μηχανή πρόβες για τον πόλεμο και τη γενοκτονία που διαπράττει τώρα.
- Με τη συμφωνία δια της σιωπής από μέρους των κυβερνήσεων Αναστασιάδη και Χριστοδουλίδη στη χρήση των βρετανικών βάσεων για επιθέσεις στην περιοχή, προηγούμενα στη Συρία και τώρα για υποστήριξη των ισραηλινών επιδρομών στη Γάζα, την Υεμένη κι όλη τη Μέση Ανατολή. Οι βάσεις δεν είναι μόνο ένα απομεινάρι της αποικιοκρατίας αλλά κι ένας μαγνήτης απειλών και κινδύνων, αφού καθιστούν το νησί μας στόχο.
- Με τη σταδιακή μετακίνηση της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής στο Μεσανατολικό από τις παραδοσιακές θέσεις αρχών, κάτι που αποτυπώνεται στις ψηφοφορίες στον ΟΗΕ και στις τοποθετήσεις στην ΕΕ όλη την τελευταία δεκαετία. Για να φτάσουμε στο ντροπιαστικό σημείο του τελευταίου έτους όπου η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη και η πλειοψηφία των κομμάτων δεν έχει εκφέρει ούτε μισή λέξη καταδίκης για τη γενοκτονία και τις βαρβαρότητες της κυβέρνησης Νετανιάχου σε βάρος του παλαιστινιακού λαού ενώ συνεχίζουν να μιλούν για το δικαίωμα αυτοάμυνας του Ισραήλ.
Η στρατηγική επιλογή για πολιτικοστρατιωτική ευθυγράμμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας με τον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ έχει εξήγηση. Βασίζεται στον φιλοδυτικισμό ως ιδρυτικό ιδεολόγημα της ελληνοκυπριακής δεξιάς και ακροδεξιάς. Εκφράζει τα οικονομικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης που διαπλέκεται με τα ισραηλινά κεφάλαια που κατακλύζουν το νησί. Και συνδέεται, τέλος, με τον μικρομεγαλισμό και την αυταπάτη ότι παραδίδοντας γην και ύδωρ σε ΗΠΑ και Ισραήλ θα ενισχυθεί ή θα προστατευτεί η Κύπρος απέναντι στην Τουρκία, θεωρία που κατέρρευσε επανειλημμένα όλα τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται όμως για μια επιλογή επικίνδυνη για την ασφάλεια του λαού μας, κυνική και αδίστακτη απέναντι στους λαούς που είναι στο στόχαστρο της δυτικής και ισραηλινής επιθετικότητας, εμπρηστική για τις σχέσεις της Κύπρου με τον αραβικό κόσμο και τέλος, κοντόφθαλμη και υπονομευτική για την αξιοπιστία της χώρας.
Μπροστά σε όλα αυτά, το ιστορικό σύνθημα-αίτημα της κυπριακής Αριστεράς “έξω όλοι οι στρατοί – ανεξάρτητο νησί” καθίσταται ξανά επίκαιρο και επιτακτικό. Μετουσιώνεται πρώτα και κύρια, στην πρωτοπόρα δράση του ΑΚΕΛ και της Αριστεράς για λύση του Κυπριακού και επανένωση της Κύπρου στη συμφωνημένη βάση και πλαίσιο για την απαλλαγή της πατρίδας μας από τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα και εγγυητικά/επεμβατικά δικαιώματα των τριών ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων αλλά ακόμα για την αποχώρηση και των αγημάτων της ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ, ενώ ανοίγει τον δρόμο για την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση του νησιού με την απομάκρυνση και των βρετανικών βάσεων. Μετουσιώνεται, επίσης, στην από θέση αρχής αντίθεση σε σενάρια για ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟϊκό πρόγραμμα «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη της Κύπρου ή/και στο ίδιο το ΝΑΤΟ και σε «ιδέες» για ΝΑΤΟϊκές εγγυήσεις μιας μελλοντικής λύσης του Κυπριακού. Συνδέεται, ακόμα, με τη διαφωνία μας στην στρατιωτικοποίηση της Ανατολικής Μεσογείου, στις στρατιωτικές συνεργασίες Κύπρου με ΗΠΑ-Ισραήλ αλλά και στην αντίθεση στην οργανική σύζευξη ΕΕ-ΝΑΤΟ και την οικονομία πολέμου που στήνει η ΕΕ. Και τέλος, αυτό το αίτημα συνδέεται άρρηκτα με τη δραστήρια αντιπολεμική δράση για αλληλεγγύη στην ηρωική Παλαιστίνη και όλους τους αγωνιζόμενους λαούς της γειτονιάς μας.
- Αυτή η θέση δεν αφορά μόνο την προσέγγισή μας για την λύση του Κυπριακού ή την εξωτερική πολιτική του κράτους. Αποτελεί μέρος μιας συνολικής αντίληψης του ΑΚΕΛ και της Αριστεράς για την πατρίδα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της, που θέλει την Κύπρο μας να ανήκει στο λαό της. Όχι σε «μητέρες πατρίδες» και κηδεμόνες, χωρίς ξένα στρατεύματα και βάσεις, χωρίς δεσμεύσεις σε ξένα κράτη και ξένα συμφέροντα. Όχι πεδίο ασκήσεων και πολεμικό ορμητήριο ΝΑΤΟϊκών και Ισραηλινών. Αλλά μια πατρίδα, γέφυρα ειρήνης και φιλίας των λαών.