Ηλίας Ηλιάδης – 16/11/2024
Όταν υπέβαλα τον τίτλο και την περίληψη της πρότασης μου, είχα προτείνει Το Κυπριακό και η νέα ισορροπία δυνάμεων στην Μέση Ανατολή. Τώρα όμως δεν θα περιορισθώ στην ισορροπία δυνάμεων μόνο στην στη Μέση Ανατολή, αλλά θα επεκταθώ ευρύτερα. Με προβληματίζει, επίσης, η λέξη «ισορροπία» και θα την αντικαταστήσω με τη λέξη «συσχετισμός», επειδή δεν μπορώ να μιλώ για πολιτικές ισορροπίες.
Οι Υπουργοί Οικονομικών και οι πρόεδροι των κεντρικών τραπεζών από 191 χώρες συναντήθηκαν στην Ουάσιγκτον πρόσφατα. Η συνάντηση αυτή διοργανώνεται κάθε χρόνο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα. Όπως πάντα, πολύ πιο ενδιαφέρουσες από τις επίσημες ομιλίες ήταν οι ανεπίσημες συζητήσεις στους διαδρόμους. Φέτος, ένα φάντασμα περιπλανώταν αόρατο εκεί: ήταν το φάντασμα της από-παγκοσμιοποίησης διότι το παγκόσμιο κύμα λαϊκισμού που διευρύνεται συνεχώς, οι διακρατικές εμπορικές προστριβές, οι περιορισμοί στις ξένες επενδύσεις και η ανελέητη εχθρότητα προς τους μετανάστες κερδίζουν είναι σε ανοδική πορεία.
Η αποπαγκοσμιοποίηση δεν επηρεάζει μόνο την κινητικότητα των αγαθών και των κεφαλαίων, αλλά και την κινητικότητα των ανθρώπων. Το κλείσιμο των συνόρων και οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές αντικατοπτρίζουν μια άλλη όψη αυτής της οπισθοδρόμησης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη έχει εδραιωθεί ένα πολιτικό κλίμα στο οποίο η μετανάστευση δαιμονοποιείται και οι μεταναστευτικές ροές συνδέονται, σκόπιμα, με την ασφάλεια και την οικονομική σταθερότητα.
Οι μετανάστες χρησιμοποιούνται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, που δεν έχουν καμία σχέση με αυτά. Ενώπιο αυτής της στυγνής πραγματικότητας, είναι αναγκαία η δημιουργία μιας ρεαλιστικής πολιτικής για την μετανάστευση με ορθολογική ανάλυση από ειδικούς και όχι ως αποτέλεσμα πολιτικού οπορτουνισμό. Επιπλέον, η αυξανόμενη ακραία εθνικιστική ρητορική στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αλλού διευκολύνει τα ριζοσπαστικά ακροδεξιά κόμματα να αναρριχώνται στην εξουσία. Μια ματιά στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες αποδεικνύουν του λόγου του ασφαλές.
Με αυτή την σύντομη εισαγωγή, έρχομαι στο Κυπριακό πρόβλημα. Το δείπνο στη Νέα Υόρκη του Αντόνιο Γκουτέρες με τον πρόεδρο Νίκο Χριστοδουλίδη και τον Ερσίν Τατάρ υπενθύμισε πως στον σημερινό κυνικό και ανήθικο κόσμο των διεθνών διαπραγματεύσεων, η συνέχιση μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας για χάριν απλώς της διαδικασίας είναι ένας τρόπος για να αποφευχθεί η ανακοίνωση ενός αδιεξόδου. Ο ΓΓ του ΟΗΕ αποφάσισε την ένταξη του Κυπριακού σε μια, απροσδιόριστη, χρονικά, διαδικασία άτυπων και διευρυμένων διαβουλεύσεων, προφανώς γιατί μετά το Κραν Μοντανά οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν κατάφεραν να διαπραγματευτούν.
Ο Τατάρ λέει τα δικά του, η Τουρκία κινείται παρελκυστικά και εμείς απλώς επαναλαμβάνουμε τη θέση ότι «είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε από εκεί που μείναμε στο Κραν Μοντανά» χωρίς την υποβολή της παραμικρής πρότασης. Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης, όμως, γνωρίζει πολύ καλά ότι στα Ηνωμένα Έθνη αντιμετωπίζεται με καχυποψία γιατί χρεώνεται τους ίδιους τακτικισμούς που εφάρμοζε τέως πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης: δηλαδή, γενικόλογα, ασάφεια, καμιά δέσμευση στο πλαίσιο των έξι σημείων του Γκουτέρες.
Το 2024 σχεδόν εκπνέει. Το 2025 όμως θα είναι το διαμορφωτικό έτος στο Κυπριακό μια δεκαετία περίπου μετά το 2017 και τις συνομιλίες που στο Κραν Μοντανά είχαμε φτάσει στο παρά πέντε μιας τελικής συμφωνίας. Κι εδώ ακριβώς έγκειται το τέλος του δρόμου του Κυπριακού, όπως το γνωρίσαμε μετά το 1977. Ολοκληρώνεται μια διαδρομή και τώρα είτε θα καθορίσουμε αυτό το οριστικό τέλος με όραμα και την κατάλληλη ηγεσία για να ανατρέψουμε τα δεδομένα ή, σε ένα χειρότερο σενάριο, θα είμαστε απλά οι παρατηρητές ενός τέλους στο οποίο δεν υπήρξαμε ούτε θα γίνουμε ποτέ διαμορφωτές. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Το τέλος του δρόμου δεν θα είναι μόνο η κριτική ανάλυση των επιλογών και των στρατηγικών μας στο Κυπριακό . Φοβούμαι ότι πρόκειται για μια υπαρξιακή αναζήτηση που, στην εποχή των TikTok και του Φειδία Παναγιώτου, δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τη σημασία. Είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε με πραγματικά όρους επιβίωσης ως προς την έκβαση, είτε το στάτους κβο, είτε τη συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας με κάθε μέσο, είτε κάποιας μορφής συνεταιρισμό με τους Τουρκοκύπριους, με την ιδανικότερη αυτήν που απορρέει από τους όρους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στο τέλος του δρόμου εξάλλου δεν βλέπει κανείς μόνο το τέλος μιας διαδρομής –γραμμικής δηλαδή– αλλά και το μέγιστο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσεις σε αυτή.
Πού βρισκόμαστε τώρα; Εγώ πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε μια δύσκολη, αλλά όχι ακόμη αδιέξοδη, κατάσταση πραγμάτων που στα επόμενα χρόνια –με ή χωρίς τον Τατάρ– θα βρεθούμε μεταξύ δύο δύσκολων επιλογών. Μιας κακής και μιας χειρότερης: Ανάμεσα στο δίλημμα να προχωρήσει ο χρόνος χωρίς να συμβεί απολύτως τίποτα (τριμερής, μια διάσκεψη για το Κυπριακό και, ακολούθως, μια κορύφωσή του) και τη δυσχερή θέση να μπούμε σε μια διαδικασία επανόδου στο Κυπριακό, όπου δεν θα καταφέρουμε να μεγιστοποιήσουμε κέρδη έναντι της τακτικής άσκησης της Τουρκίας που «επιμένει σε δύο κράτη, αλλά δείχνει ευέλικτη στο να ξεκινήσει μια διαδικασία στη βάση των νέων πραγματικοτήτων, αρχής γενομένης από μια τριμερή συνάντηση.
Σε αυτήν τη διάσταση, το να πάει η ελληνοκυπριακή πλευρά απλώς για να κερδίσει το blame-game έναντι της Τουρκίας ως την πλευρά που δεν επιθυμεί λύση, δεν ξέρω αν έχει καν αξία πλέον. Η επιμονή μας για ετοιμότητα και συνέχιση των συνομιλιών από εκεί που έμειναν δεν μετακίνησε την Τουρκία ούτε ένα εκατοστό από την πάγια θέση της μετά το 2017 για λύση δύο κρατών. Το Κυπριακό εισέρχεται μετά το δείπνο της Νέας Υόρκης στην τελική του ευθεία. Και αναπόφευκτα, αυτή τη φορά, θα δούμε το τέλος της διαδρομής του. Δεν θυμάμαι να έχει υπάρξει δυσκολότερο δίλημμα στο πρόσφατο παρελθόν και καλό θα ήταν να δείξουμε όλοι μας την δέουσα σοβαρότητα.
Όσο για τα κόμματα, δεν έχει νόημα να σχολιάσει κανείς εκείνα του υποτιθέμενου Κέντρου (κατ’ ευφημισμό), τα οποία είναι «κλινικά νεκρά». Είναι κόμματα που στηρίχθηκαν σε δύο βασικές αρχές που φθίνουν στη σημερινή εποχή. Κι αν η Δεξιά διασώζεται κάπως παίζοντάς το σε δύο βάρκες, εκείνο που φαίνεται να απογοητεύει περισσότερο είναι ότι η Αριστερά, η οποία δεν έχει καταφέρει να απαγκιστρωθεί από τις αρχέτυπες συντηρητικές ιδεοληψίες της και συνεχίζει να ψηφίζει από τις αυξήσεις στο Δημόσιο μέχρι οποιονδήποτε προϋπολογισμό στέλνει οποιαδήποτε κυβέρνηση στη Βουλή, μόνο και μόνο επειδή φοβάται πως θα χάσει τους ψηφοφόρους. Και άμα ούτε στην Αριστερά βρίσκουμε αντιπολίτευση, με τρομάζει η ιδέα τι άλλο θα ψηφίσει ο κόσμος αν στα κόμματα δεν αντιλαμβάνονται τη φθορά που έχουν υποστεί και δεν προσπαθήσουν από τώρα να ανατρέψουν τα δεδομένα.